
Οι ρόλοι του ελεγκτή και του εγκληματολόγου οικονομικού αναλυτή
Για να κατανοήσουμε τον ρόλο του εγκληματολόγου οικονομικού αναλυτή στην αποτροπή, τον εντοπισμό και τη διερεύνηση της απάτης – σε αντίθεση με τον ρόλο του ανεξάρτητου ελεγκτή ως εξεταστή οικονομικών καταστάσεων – πρέπει πρώτα να υπενθυμίσουμε τις διαφορές μεταξύ του τι κάνουν οι ελεγκτές και τι κάνουν οι εγκληματολόγοι οικονομικοί αναλυτές και γιατί. Επιπλέον, ο επαγγελματικός τους κόσμος έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, με τρόπους που χρήζουν προσεκτικής εξέτασης.
Μέλημα του ελεγκτή είναι οι οικονομικές καταστάσεις μιας οικονομικής οντότητας να δηλώνονται ακριβοδίκαια από κάθε ουσιώδη πλευρά. Κατά συνέπεια, η ευθύνη του ελεγκτή είναι να σχεδιάσει και να εφαρμόσει διαδικασίες ελέγχου επαρκούς εμβέλειας και βάθους για τον εντοπισμό σημαντικών ελλείψεων στις οικονομικές καταστάσεις – ουσιαστικά, ανεξάρτητα από την πηγή ή την προέλευση της έλλειψης.
Οι ελεγκτές είναι επιφορτισμένοι με τον εντοπισμό ουσιωδών ανακρίβειων στις οικονομικές καταστάσεις και την πρόκληση προς τη διοίκηση να διορθώσει αυτές τις ουσιώδεις ανακρίβειες ή παραποιήσεις πριν από την δημόσια κοινοποίηση των οικονομικών καταστάσεων.Εναλλακτικά, να τους ενημερώσει, να μην επενδύσουν και τοποθετήσουν κεφάλαια που βασίζονται στις οικονομικές καταστάσεις. Ακόμη και αυτή η φαινομενικά απλή δήλωση της αποστολής του ελεγκτή φέρνει στο προσκήνιο μια σειρά αλληλένδετων και σύνθετων εννοιών, όπως:
- Εύλογη διαβεβαίωση
- Ουσιώδης ανακρίβεια
Ο εγκληματολόγος οικονομικός αναλυτής έχει ένα εντελώς ξεχωριστό σύνολο ανησυχιών που βασίζεται σε διαφορετικό ρόλο που απαιτεί διαφορετικά εργαλεία, διαφορετικές διαδικασίες σκέψης και διαφορετικές στάσεις. Ο ρόλος του δεν αποσκοπά σε μια γενική γνώμη για τις οικονομικές καταστάσεις στο σύνολό τους, που προκύπτουν από εύλογες προσπάθειες εντός ενός εύλογου ορίου σημαντικότητας. Αντίθετα, σε πολύ πιο λεπτομερή επίπεδα, με τη λεπτομερή ανάλυση πραγματικών πληροφοριών – που προέρχονται τόσο από αποδεικτικά έγγραφα όσο και από μαρτυρίες – σχετικά με το ποιος, τι, ποτέ, πού, πώς και γιατί, για μια ύποπτη ή γνωστή απρεπή συμπεριφορά ποινικής απαξίας .
Οι έννοιες της δειγματοληψίας και της σημαντικότητας γενικά δεν αναφέρονται στον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής των εγκληματολογικών οικονομικών και λογιστικών διαδικασιών. Αντιθέτως, ζητούνται και εξετάζονται όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.Με βάση τα ευρήματα της έρευνας, ο εγκληματολόγος οικονομικός αναλυτής εκτιμά, συνιστά και εφαρμόζει διορθωτικές ενέργειες, συχνά συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών στις λογιστικές διαδικασίες και πολιτικές / και ενέργειες των υπαλλήλων.
Επιπλέον, η εγκληματολογική οικονομική ανάλυση λαμβάνει προληπτικά μέτρα για την εξέταση της επανεμφάνισης του προβλήματος. Τα ευρήματα και οι συστάσεις μπορούν να αποτελέσουν τη βάση μαρτυρίας σε δικαστικές διαδικασίες ή ποινικές ενέργειες κατά των δραστών. Κατά συνέπεια, το πεδίο της έρευνας και τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέγονται και τεκμηριώνονται πρέπει να είναι ικανά να αντιμετωπιστούν σε προκλήσεις που ενδέχεται να ασκηθούν από θιγόμενα μέρη ή από σκεπτικιστικές ρυθμιστικές αρχές.
Είναι σαφές ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ του ελέγχου και της εγκληματολογικής οικονομικής έρευνας. Και οι δύο βασίζονται:
- Γνώση του κλάδου και της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρηματικών πρακτικών και διαδικασιών της.
- Γνώση των γενικών αποδεκτών λογιστικών αρχών της εν λόγω δικαιοδοσίας.
- Ερμηνεία επιχειρηματικών εγγράφων και αρχείων.
- Ανεξαρτησία και αντικειμενικότητα – ίσως το πιο σημαντικό κοινό στοιχείο.
Ένα άλλο κοινό στοιχείο είναι ότι τόσο ο ελεγκτής όσο και ο εγκληματολόγος οικονομικός αναλυτής πρέπει να λειτουργούν αποτελεσματικά στο πολύπλοκο και συνεχώς μεταβαλλόμενο επιχειρηματικό περιβάλλον. Ωστόσο, παρά τις πολλές κοινές βάσεις, οι έλεγχοι δεν είναι το ίδιο με τις εγκληματολογικές οικονομικές και λογιστικές έρευνες.