
Φορολογικός Έλεγχος Επιχειρήσεων/ Φυσικών Προσώπων από ειδικούς Εγκληματολόγους Οικονομολόγους
Φορολογική περίοδος
Η φορολογική περίοδος είναι ένα ημερολογιακό έτος και μπορεί να λήξει στις 30 Ιουνίου (για εταιρείες ή εταιρείες με διπλογραφικά βιβλία) ή στις 31 Δεκεμβρίου. Ένα φορολογικό έτος δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 12 μήνες.
Η εξαιρετική περίπτωση κλεισίματος της λογιστικής περιόδου σε ημέρα διαφορετική από την 31η Δεκεμβρίου ή την 30η Ιουνίου για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος αφορά ελληνικά νομικά πρόσωπα/ Νομικά Πρόσωπα/άλλα νομικά πρόσωπα.
Δηλώσεις φόρου
Οι δηλώσεις για την Α.Ε., την Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης (Ε.Π.Ε.), Ι.Κ.Ε και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών εταιρειών υποβάλλονται σε ειδικό έντυπο μέχρι την τελευταία ημέρα, έξι μήνες μετά το τέλος του φορολογικού έτους.
Οι φορολογικές δηλώσεις πρέπει να υποβάλλονται ηλεκτρονικά. Η δήλωση φορολογίας εισοδήματος εταιρειών αποτελεί τη βάση για μια άμεση φορολογική υποχρέωση που πραγματοποιείται μόλις ο φορολογούμενος υποβάλει τη φορολογική δήλωση χωρίς περαιτέρω ενέργειες από τις φορολογικές αρχές.
Οι φορολογούμενοι έχουν επίσης το δικαίωμα να τροποποιήσουν τις φορολογικές τους δηλώσεις καταβάλλοντας τη σχετική διαφορά ή ζητώντας επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων βάσει των τροποποιημένων φορολογικών δηλώσεων.
Επιπλέον, οι φορολογούμενοι μπορούν να ζητήσουν την έκδοση διορθωτικής εκκαθαριστικής πράξης προσδιορισμού φόρου κατά την υποβολή τροποποιητικής δήλωσης φόρου για την οποία έχει εκδοθεί διοικητική πράξη επιβολής φόρου. Οι φορολογικές αρχές θα πρέπει να εκδώσουν διορθωτική πράξη προσδιορισμού φόρου κατά την αναθεώρηση της φορολογικής προσαρμογής μέσω της τροποποιητικής δήλωσης και πρέπει να εκδοθεί νέα πράξη εκκαθάρισης φόρου εφόσον η τροποποιητική δήλωση γίνει αποδεκτή από τις φορολογική διοίκηση.
Πληρωμή φόρων
Από την 1η Ιανουαρίου 2021, γίνεται παρακράτηση προκαταβολής φόρου στην πηγή ύψους 80% του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων του τρέχοντος έτους με βάση τη φορολογική δήλωση και καταβάλλεται σε έξι ίσες μηνιαίες δόσεις.
Ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων και ο φόρος προκαταβολής με βάση τις τελικές δηλώσεις καταβάλλονται σε έξι ισόποσες μηνιαίες δόσεις, η πρώτη μέχρι την τελευταία ημέρα των επτά μηνών μετά το τέλος του φορολογικού έτους και οι υπόλοιπες πέντε μέχρι την τελευταία ημέρα του έτους. Ωστόσο, δεν μπορεί να παραταθεί πέραν του ίδιου φορολογικού έτους.
Για τις νεοσύστατες εταιρείες, η προκαταβολή μειώνεται κατά 50% για τα τρία πρώτα χρόνια λειτουργίας του.
Διαδικασία φορολογικού ελέγχου
Ο φορολογικός έλεγχος αρχίζει συνήθως με την έκδοση εντολής ελέγχου για ανοικτά φορολογικά έτη και συνήθως δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη του. Η εντολή ελέγχου αφορά τη διερεύνηση όλων των φορολογικών θεμάτων (Εισόδημα, ΦΠΑ, Παρακρατούμενοι και λοιποί φόροι, φόρος κεφαλαιουχικών κερδών κ.λπ.). Η διάρκεια του ελέγχου ποικίλλει από εβδομάδες έως μήνες σε ορισμένες περιπτώσεις.
Οι φορολογικές αρχές διεξάγουν φορολογικούς ελέγχους βάσει ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, φορολογικών δηλώσεων και άλλων εγγράφων που υποβάλλονται από τους φορολογούμενους, καθώς και εγγράφων και πληροφοριών που έχουν στην κατοχή τους οι ίδιες οι ελεγκτικές αρχές.
Οι φορολογούμενοι πρέπει να ενημερώνονται εκ των προτέρων γραπτώς ότι θα διενεργηθεί πλήρης φορολογικός έλεγχος. Εάν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη φοροδιαφυγής, θα διενεργείται πλήρης επιτόπιος φορολογικός έλεγχος χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση.
Οι φορολογικές αρχές μπορούν να έχουν πρόσβαση και να λαμβάνουν αντίγραφα των βιβλίων, των αρχείων και άλλων εγγράφων των φορολογουμένων. Οι φορολογικές αρχές έχουν τα ίδια δικαιώματα όσον αφορά τα ηλεκτρονικά αποθηκευμένα βιβλία και αρχεία. Πρέπει να γνωρίζετε ότι τα νομικά πρόσωπα που υποχρεούνται να τηρούν λογιστικά βιβλία ( φυσική ή ηλεκτρονική μορφή) πρέπει να τηρούν αυτά τα βιβλία και αρχεία για τουλάχιστον πέντε χρόνια.
Ο φορολογικός έλεγχος μπορεί να παραταθεί μία φορά για έξι μήνες, αλλά σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να παραταθεί για άλλους έξι μήνες.
Το δικαίωμα επανεξετάσεως των φορολογικών περιόδων που έχουν ήδη εξεταστεί υφίσταται μόνο στην περίπτωση νέων στοιχείων που επηρεάζουν τον υπολογισμό της φορολογικής οφειλής. Όλα τα δεδομένα που οι φορολογικές αρχές δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν κατά την έναρξη του πρώτου φορολογικού ελέγχου θεωρούνται “νέα δεδομένα”.
Οι υποθέσεις που εξετάζονται επιλέγονται σύμφωνα με τα κριτήρια ανάλυσης κινδύνου. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι περιπτώσεις μπορούν να επιλέγονται με βάση άλλα κριτήρια που καθορίζονται από τον Υπουργό Οικονομικών. Αρμόδια αρχή φορολογικών ελέγχων είναι η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, σκοπός της οποίας είναι ο προσδιορισμός, η εκτίμηση και η είσπραξη φόρων, δασμών και άλλων εσόδων.
Οι φορολογικές αρχές μπορούν να προσδιορίζουν έμμεσα τη φορολογική βάση χρησιμοποιώντας τις ακόλουθες τεχνικές ελέγχου:
Αρχή της αναλογικότητας.
Ανάλυση της ρευστότητας των φορολογουμένων. Η καθαρή θέση του λόγου της τιμής πώλησης προς τις συνολικές πωλήσεις (κύκλος εργασιών).
Ποσό τραπεζικής κατάθεσης και κόστος εξόδων (δαπανών) σε μετρητά.
Η διαδικασία κοινοποίησης των αποτελεσμάτων των φορολογικών ελέγχων παρέχεται στους φορολογούμενους. Συγκεκριμένα, εκδίδεται προσωρινός διορθωτικός προσδιορισμός φόρου όταν εντοπίζονται φορολογικές αποκλίσεις μεταξύ της φορολογικής δήλωσης του φορολογούμενου και των αποτελεσμάτων φορολογικού ελέγχου.
Ο φορολογούμενος μπορεί να υποβάλει εγγράφως παρατηρήσεις εντός 20 ημερών από την υποβολή του εν λόγω προσωρινού διορθωτικού προσδιορισμού από τις φορολογικές αρχές και τη λήψη της ενημέρωσής του. Στη συνέχεια, εντός μηνός από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής απόψεων και παρατηρήσεων επί του προσωρινού φύλλου διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, θα εκδίδεται η τελική διορθωτική πράξη επιβολής φόρου και θα κοινοποιείται στον φορολογούμενο για την έγγραφη υποβολή των παρατηρήσεων και απόψεων του φορολογουμένου.
Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων με Μεγάλο Πλούτο
Η ειδική ελεγκτική αρχή «Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου», αρμόδια για το σύνολο της ελληνικής επικράτειας, διενεργεί προσωρινούς και τακτικούς φορολογικούς ελέγχους, καθώς και τον έλεγχο της ακίνητης περιουσίας και των ετήσιων δαπανών των φυσικών προσώπων. Ο έλεγχος των αλλοδαπών κτηματομεσιτικών εταιρειών που δεν αποκαλύπτουν τα τελικά δικαιούχα φυσικά πρόσωπά τους και των ελληνικών κτηματομεσιτικών εταιρειών στις οποίες συμμετέχει αλλοδαπό νομικό πρόσωπο χωρίς να αποκαλύπτει τους τελικούς δικαιούχους φυσικών προσώπων, ανατίθεται επίσης στο Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων με Μεγάλου Πλούτου. Επιπλέον, το ίδιο Ελεγκτικό Κέντρο είναι επίσης αρμόδιο για την πιστοποίηση και την αναγκαστική είσπραξη εσόδων φορολογουμένων με μεγάλο πλούτο.
Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων
Το «Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων» είναι αρμόδιο για τη διενέργεια τακτικών ελέγχων φορολογουμένων με ετήσια ακαθάριστα έσοδα άνω των 25 εκατομμυρίων ευρώ για το οικονομικό έτος που κλείνει εντός του 2009, συνδεδεμένων επιχειρήσεων που καταρτίζουν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις ανεξάρτητα από τα ακαθάριστα έσοδά τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα ακαθάριστα έσοδα τουλάχιστον μίας από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις υπερβαίνουν τα 25 εκατομμύρια ευρώ για το οικονομικό έτος που κλείνει εντός του 2009, και μη ελεγμένες υποθέσεις πριν από οποιαδήποτε αναδιάρθρωση επιχείρησης που πραγματοποιήθηκε έως το 2011, ανεξάρτητα από τα ακαθάριστα έσοδα και την αρμόδια φορολογική αρχή που είναι υπεύθυνη για τη φορολόγηση του εισοδήματός τους, υπό την προϋπόθεση ότι η εταιρεία ή οποιαδήποτε από τις εταιρείες που προκύπτουν από την επιχειρηματική αναδιάρθρωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων. Το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων είναι επίσης αρμόδιο για την αναγκαστική είσπραξη εσόδων μεγάλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.
Μετά την κοινοποίηση των αποτελεσμάτων του φορολογικού ελέγχου η εταιρεία μπορεί:
Να υποβάλει αίτηση άσκησης υποχρεωτικής διοικητικής προσφυγής με δικαίωμα επανεξέτασης των ενεργειών των φορολογικών αρχών (συμπεριλαμβανομένων της πράξης εκκαθάρισης φόρου) ενώπιον της Γενικής Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών στο πλαίσιο ειδικής διοικητικής διαδικασίας (με αίτημα τον έλεγχο οποιαδήποτε πράξης του φορολογικού ελέγχου), σε περίπτωση αμφισβητήσεως του περιεχομένου της πράξης προσδιορισμού εκκαθαρίσεως εντός 30 ημερών για τους φορολογικούς κάτοικούς της ημεδαπής και εντός των 60 ημερών για τους φορολογικούς κατοίκους της αλλοδαπής από την κοινοποίηση της πράξης ή τη διαπίστωση αθέτησης. Δεν επιτρέπονται άμεσες προσφυγές ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου κατά των ενεργειών των φορολογικών αρχών.
Η προσφυγή στο δικαστήριο κατά της ρητής ή σιωπηρής αρνητικής απάντησης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.
Για φορολογικές/τελωνειακές υποθέσεις που υπερβαίνουν τις 150.000 ευρώ, αρμόδιο είναι το Εφετείο, πρωτοβάθμιου και τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας (η έκδοση της απόφασης συνήθως αποφασίζεται εντός 6-12 μηνών, η οποία μπορεί να παραταθεί έως και 1-2 έτη) μερικές φορές). Η εκδίκαση μικρότερων διαφορών αρμόδιο δικαστήριο είναι το Πρωτοδικείο (δηλαδή για διαφορές μικρότερες των 150.000 ευρώ). Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο μπορεί να διαρκέσει τρία έως τέσσερα χρόνια. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι νόμιμοι εκπρόσωποι των εταιρειών υπόκεινται επίσης σε ποινικές κυρώσεις.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4438/2016 που εκδόθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2016, έχει εισαχθεί διαδικασία αμοιβαίας συμφωνίας στον κώδικα περί φορολογικών διαδικασιών για την κάλυψη των περιπτώσεων εξάλειψης της διπλής φορολογίας σε σχέση με τον διακανονισμό των μεταφορών κερδών μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, οι φορολογούμενοι μπορούν να υποβάλουν αίτηση για την κίνηση διαδικασίας αμοιβαίας συμφωνίας σχετικά με την προσαρμογή των μεταβιβάσεων (μεταφορών) κερδών μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών χρησιμοποιώντας τη σύμβαση αποφυγής για τη διπλή φορολογία και την ευρωπαϊκή σύμβαση εξάλειψης για τη διπλή φορολογία σε περίπτωση διόρθωσης των κερδών μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διαδικασίας καθορίζονται με Υπουργική Εγκύκλιο από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων. Σύμφωνα με αυτήν παρέχονται κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διαδικασία αίτησης έναρξης διαδικασίας αμοιβαίας συμφωνίας, το περιεχόμενο, την αρμόδια αρχή για την εξέταση του σχετικού αιτήματος, τη διαδικασία επίτευξης συμφωνίας και την κοινοποίηση του αποτελέσματος, διαδικασίες αμοιβαίας συμφωνίας για τους φορολογούμενους, διαδικασίες αποδοχής τέτοιων συμφωνιών και όλα τα σχετικά θέματα.
Πρακτική Φορολογικών Ελεγκτών
Στο παρελθόν, η πολυπλοκότητα του ελληνικού φορολογικού δικαίου και η ασάφεια των απαιτήσεών του φορολογικού νομοθέτη επέτρεπαν στους φορολογικούς ελεγκτές να αμφισβητούν τα αναφερόμενα αποτελέσματα μιας εταιρείας ή να αρνούνται τα έξοδα. Αυτό ισχύει για όλους τους φορολογικούς ελέγχους και παρά τις προσπάθειες της οντότητας να συμμορφωθεί με τις φορολογικές απαιτήσεις, οι φορολογικοί έλεγχοι είχαν πάντα ως αποτέλεσμα την εκτίμηση πρόσθετων φόρων και κυρώσεων.
Το ποσό του πρόσθετου φόρου καθορίζεται κυρίως από τους ακόλουθους παράγοντες:
Ευπάθεια της εταιρείας λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων και των συναλλαγών της.
Φόρος που έχει ήδη καταβληθεί με βάση τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος της εταιρείας.
Κέρδη που δηλώνονται από τους ομοειδείς επιχειρήσεις ανταγωνιστές.
Αδυναμίες και ελλείψεις που μπορεί να ανακαλύψει ένας ελεγκτής σε έναν πλήρη έλεγχο.
Όσον αφορά τις εκπιπτόμενες δαπάνες, ο νόμος ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι δαπάνες αυτές πρέπει να πραγματοποιούνται προς όφελος της εταιρείας ή κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών της. Οι τιμές της αγοράς, με βάση τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους οι φορολογικές αρχές, δεν πρέπει να υπερβαίνει ή να υπολείπεται της αγοραίας αξίας και να έχουν καταγραφεί δεόντως στα βιβλία της εταιρείας για τη σχετική περίοδο, να υποστηρίζονται από κατάλληλα έγγραφα, χωρίς όμως να προσδιορίζεται ποια είναι η επιχειρηματική δαπάνη. Ως εκ τούτου, οι φορολογικοί ελεγκτές αμφισβητούν τη δυνατότητα εκπτώσεως διαφόρων στοιχείων με το επιχείρημα ότι, κατά την άποψή τους, δεν συμβάλλουν στα κέρδη εκμεταλλεύσεως της εταιρίας.
Οι ελληνικές ανώνυμες εταιρείες, Ε.Π.Ε. κ.ά., των οποίων οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις υπόκεινται σε υποχρεωτικό έλεγχο από μεμονωμένους Ορκωτούς Ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία μπορούν προαιρετικά να λάβουν «ετήσιο φορολογικό πιστοποιητικό» από τους ορκωτούς ελεγκτές τους μετά την ολοκλήρωση φορολογικού ελέγχου που διενεργείται, επιβεβαιώνοντας τη συμμόρφωση με την ελληνική φορολογική νομοθεσία. Ο φορολογικός έλεγχος διενεργείται σε συγκεκριμένους φορολογικούς τομείς όπως αυτοί ορίζονται από ειδικό πρόγραμμα ελέγχου που εκδίδεται από το Υπουργείο Οικονομικών σε συνεργασία με την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχου (ΕΛΤΕ). Το πρόγραμμα ελέγχου ενημερώνεται ετησίως και είναι σύμφωνο με τις διατάξεις του Διεθνούς Προτύπου 3000.
Παραγραφή
Η φορολογική διοίκηση μπορεί να εκδώσει διοικητική, εκτιμώμενη ή διορθωτική πράξη επιβολής φόρου εντός πέντε ετών από το τέλος του έτους κατά το οποίο παρήλθε η προθεσμία υποβολής της σχετικής φορολογικής δήλωσης.
Αυτή η πενταετής προθεσμία παραγραφής μπορεί να παραταθεί για ένα έτος εάν:
ο φορολογούμενος υποβάλλει αρχική ή τροποποιητική φορολογική δήλωση εντός του πέμπτου έτους της προθεσμίας παραγραφής ή σε περίπτωση που οποιαδήποτε πληροφορία περιέλθει στη διάθεση της φορολογικής διοίκησης κατά το τελευταίο έτος της πενταετίας για υπόθεση που έχει υποβληθεί σε πλήρη έλεγχο ή σε κάθε άλλη περίπτωση τα στοιχεία αυτά, βάσει των οποίων προκύπτει φορολογική υποχρέωση, ή περιέρχεται σε γνώση της φορολογικής διοίκησης από οποιαδήποτε πηγή και μόνο για το θέμα στο οποίο αναφέρεται έχει υποβληθεί αίτηση για τη χορήγηση πληροφοριών από αλλοδαπό κράτος και αρχίζει από την ημερομηνία παραλαβής των αντίστοιχων πληροφοριών από τη φορολογική αρχή, έχει κατατεθεί υποχρεωτική διοικητική προσφυγή και αρχίζει από την έκδοση απόφασης που δεν υπόκειται σε προσφυγή, κινείται διαδικασία αμοιβαίας συμφωνίας, σύμφωνα με την εφαρμογή των ΣΑΔΦ και της σύμβασης διαιτησίας, ή ο φορολογούμενος υποβάλλει αίτηση ακύρωσης ή τροποποίησης της πράξης έκδοσης άμεσου φόρου, του εκκαθαριστικού φόρου ή του φύλλου επιβολής προστίμου ή, σε περίπτωση τέτοιας ακύρωσης ή τροποποίησης, χωρίς αίτηση του φορολογουμένου.
Για τα φορολογικά έτη, τις περιόδους και τα θέματα που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2018, μπορούν να παραταθούν 10 έτη από το τέλος του έτους κατά το οποίο οφείλεται η (τελευταία) φορολογική δήλωση, εάν η φορολογική δήλωση δεν υποβληθεί εγκαίρως εντός της πενταετίας. Το ίδιο ισχύει εάν η φορολογική αρχή λάβει γνώση νέων ή δυνητικά άγνωστων πληροφοριών εντός πέντε ετών, με αποτέλεσμα η πραγματική φορολογική υποχρέωση να υπερβαίνει το ποσό που καθορίζεται από προηγούμενες πράξεις επιβολής φόρου. εμφανίζεται.
Ειδικότερα, για υποθέσεις φοροδιαφυγής από το 2012 έως το 2017, επιτρέπεται 10ετής παράταση της παραγραφής από το τέλος του έτους λήξης της προθεσμίας υποβολής της φορολογικής δήλωσης.
Σε περίπτωση διόρθωσης φόρου που οδηγεί σε αλλαγή του νόμου περί επιβολής φόρου για έτος κατά το οποίο έχει παρέλθει η προθεσμία παραγραφής του εθνικού νόμου περί του δικαιώματος φορολογικού ελέγχου, η προσαρμογή θα γίνει στο τελευταίο έτος κατά το οποίο δεν έχει λήξει αυτό το δικαίωμα.
Είμαστε δίπλα σας